Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tilavet < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική تلاوت (tilâvet) < αραβική تِلَاوَة (tilāwa, σε κλιτικό τύπο: tilāwat), ρηματικό ουσιαστικό του تَلَا στη σημασία: διαβάζω, απαγγέλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tilavet (tr)

  1. (ισλαμισμός) η ανάγνωση του Κορανίου με ωραία φωνή και σύμφωνα με τον προβλεπόμενο τύπο
  2. η ανάγνωση, η απαγγελία
  3. το να ακολουθεί κανείς
  4. η απαγγελία κάποιου κειμένου σύμφωνα με τις σημειώσεις, με ωραίο τρόπο