ενεστώτας tide over
γ΄ ενικό ενεστώτα tides over
αόριστος tided over
παθητική μετοχή tided over
ενεργητική μετοχή tiding over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tide over < → δείτε τις λέξεις tide και over

tide over (en)

  • περνάω, βοηθώ κάποιον σε μια δύσκολη περίοδο παρέχοντας αυτό που χρειάζεται
    ⮡  This money will tide us over until I can find another job.
    Με αυτά τα χρήματα θα περάσουμε ώσπου να βρω άλλη δουλειά.