Ετυμολογία

επεξεργασία
thyroïde < θυρεοειδής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.ʁɔ.id/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thyroïde thyroïdes

thyroïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thyroïde thyroïdes

thyroïde (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία