thyroïde
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- thyroïde < θυρεοειδής
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thyroïde | thyroïdes |
thyroïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thyroïde | thyroïdes |
thyroïde (fr) θηλυκό
- ο θυρεοειδής (αδένας)