thread pool
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thread pool | thread pools |
thread pool (en)
- (πληροφορική) σύνολο από διαθέσιμα νήματα (threads) για παράλληλη (ταυτόχρονη) εκτέλεση προγραμμάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- thread pool στην αγγλική Βικιπαίδεια