Ετυμολογία

επεξεργασία
thermonucléaire < thermo- + nucléaire

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thermonucléaire thermonucléaires

thermonucléaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

bombe thermonucléaire - θερμοπυρηνική βόμβα