Ετυμολογία

επεξεργασία
thermochimique < thermo- + chimique

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thermochimique thermochimiques

thermochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία