thermoélectrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- thermoélectrique < thermo- + électrique
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thermoélectrique | thermoélectriques |
thermoélectrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
thermoélectrique | thermoélectriques |
thermoélectrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό