théoricien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | théoricien | théoriciens |
θηλυκό | théoricienne | théoriciennes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαthéoricien (fr)
- ο θεωρητικός
- c'est un grand théoricien de l'économie mondiale
- είναι ένας μεγάλος θεωρητικός της παγκόσμιας οικονομίας
- c'est un grand théoricien de l'économie mondiale