Ετυμολογία

επεξεργασία
texteur < texte

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teks.tøʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
texteur texteurs

texteur (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία