temptation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
temptation | temptations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtemptation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πειρασμός
- ↪ Lead us not into temptation.
- Μην εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν.
- ↪ Do you often give in to temptation?
- Υποκύπτεις συχνά στον πειρασμό;
- ↪ Lead us not into temptation.