Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
temptation
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
temptation
temptations
Ετυμολογία
επεξεργασία
temptation
<
tempt
+
-ation
Ουσιαστικό
επεξεργασία
temptation
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
ο
πειρασμός
⮡
Lead us not into
temptation
.
Μην εισενέγκεις ημάς εις
πειρασμόν
.
⮡
Do you often give in to
temptation
?
Υποκύπτεις συχνά στον
πειρασμό
;
Πηγές
επεξεργασία
temptation
-
Oxford Learner's Dictionaries