Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
temptation temptations

  Ετυμολογία επεξεργασία

temptation < tempt + -ation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

temptation (en)

  Πηγές επεξεργασία