Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

temi < tem- + -i

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈte.mi/

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα temi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας temas temanta temata
αόριστος temis teminta temita
μέλλοντας temos temonta temota
υποθετική temus - -
προστακτική temu - -

temi (eo)

  1. έχω σαν θέμα
    la televidprogramo temas pri psiĥanalizo
    το τηλεοπτικό πρόγραμμα έχει για θέμα την ψυχανάλυση
  2. πρόκειται
    temas pri... - πρόκειται για...