Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό taylorien tayloriens
θηλυκό taylorienne tayloriennes

  Επίθετο επεξεργασία

taylorien (fr)

  • σχετικός με τον οικονομολόγο Τέιλορ