tax office
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tax office | tax offices |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαtax office (en)
- η εφορία
- ⮡ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
- ⮡ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.