ενικός         πληθυντικός  
tautologie tautologies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tautologie (fr) θηλυκό

  1. η ταυτολογία
    → δείτε τη λέξη  lapalissade
  2. ο πλεονασμός
    → δείτε τη λέξη  pléonasme