Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
taskbar taskbars

  Ετυμολογία επεξεργασία

taskbar < task + bar

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

taskbar (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • taskbar στην αγγλική Βικιπαίδεια