tartrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tartrique < tartre
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tartrique | tartriques |
tartrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tartrique | tartriques |
tartrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό