tartelette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tartelette < υποκοριστικό του tarte
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tartelette | tartelettes |
tartelette (fr) θηλυκό
- μικρή τάρτα
ενικός | πληθυντικός |
tartelette | tartelettes |
tartelette (fr) θηλυκό