tapissier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tapissier | tapissiers |
θηλυκό | tapissière | tapissières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtapissier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tapissier | tapissiers |
θηλυκό | tapissière | tapissières |
tapissier (fr)