tantalize
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | tantalize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tantalizes |
αόριστος | tantalized |
παθητική μετοχή | tantalized |
ενεργητική μετοχή | tantalizing |
Ετυμολογία επεξεργασία
- tantalize < Tantal(us) + -ize < αρχαία ελληνική Τάνταλος
Ρήμα επεξεργασία
tantalize (en)
- βασανίζω κάποιον με το να του προσφέρω κάτι επιθυμητό, αλλά να μη του το δίνω ποτέ