talismanique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- talismanique < talisman
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
talismanique | talismaniques |
talismanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με ένα φυλαχτό
ενικός | πληθυντικός |
talismanique | talismaniques |
talismanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό