Ετυμολογία

επεξεργασία
tagiador < tagia(r) (κόβω) + -dor
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ταγιαδόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tagiador (vec) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία