tactisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tactisme | tactismes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- tactisme < αρχαία ελληνική τακτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
tactisme (fr) αρσενικό