Επίθετο

επεξεργασία

tabloid (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. κίτρινος, που χαρακτηρίζεται από κιτρινισμό
    ⮡  The tabloid press slanders the reputations of honest citizens.
    Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών.
  2. ταμπλόιντ
    ⮡  a new edition in tabloid form - νέα έκδοση σε σχήμα ταμπλόιντ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tabloid tabloids

tabloid (en)

  1. ο κίτρινος τύπος
    ⮡  Tabloids slander the reputations of honest citizens.
    Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών.
  2. το ταμπλόιντ

Δείτε επίσης

επεξεργασία