télégraphique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.le.ɡʁa.fik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
télégraphique | télégraphiques |
télégraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη télégraphe
ενικός | πληθυντικός |
télégraphique | télégraphiques |
télégraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό