Ετυμολογία

επεξεργασία
télégraphe < télé- + -graphe

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
télégraphe télégraphes

télégraphe (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία