télé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- télé, σύντμηση του télévision
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
télé | télés |
télé (fr) θηλυκό (οικείο)
- une émission de télé - μια (τηλεοπτική) εκπομπή
- un poste de télé - μια συσκευή τηλεόρασης
Συνώνυμα
επεξεργασία- téloche (πολύ οικείο)