Ετυμολογία

επεξεργασία
< (άμεσο δάνειο) γαλλική thé < ... < απώτατη αρχή: κινεζική ((chá) από τη διάλεκτο min-nan: tê).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

(it)

  1. (βότανο) το φυτό τσάι
  2. (ρόφημα) το τσάι