tè
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tè < (άμεσο δάνειο) γαλλική thé < ... < απώτατη αρχή: κινεζική 茶 ((chá) από τη διάλεκτο min-nan: tê).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtè (it)
Πηγές
επεξεργασία- tè - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).