tâtonnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tâtonnement < tâtonner
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.tɔn.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tâtonnement | tâtonnements |
tâtonnement (fr) αρσενικό
- η ψηλάφηση
- (μεταφορικά) διστακτική επαναλαμβανόμενη προσπάθεια για να βρούμε κάτι