Ετυμολογία

επεξεργασία
systémique < systèm(e) + -ique

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
systémique systémiques

systémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
systémique systémiques

systémique (fr) θηλυκό

  • η συστημική μελέτη