systémique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
systémique | systémiques |
systémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
systémique | systémiques |
systémique (fr) θηλυκό
- η συστημική μελέτη
Πηγές
επεξεργασία- systémique - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé