swashbuckle (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

swashbuckle (en)

  • σκιαμαχία, δονκιχωτισμός, το να αποζητάς την περιπέτεια, ιδίως όπως παρουσιάζεται εξιδανικευμένη μέσα από τις παραδόσεις και την λογοτεχνία