suspenseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suspenseur | suspenseurs |
θηλυκό | suspenseuse | suspenseuses |
Επίθετο
επεξεργασίαsuspenseur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suspenseur | suspenseurs |
θηλυκό | suspenseuse | suspenseuses |
suspenseur (fr)