surimpression
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
surimpression | surimpressions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
surimpression (fr) θηλυκό
- εκτύπωση πάνω από άλλη που ήδη υπάρχει
ενικός | πληθυντικός |
surimpression | surimpressions |
surimpression (fr) θηλυκό