suréquipé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suréquipé | suréquipés |
θηλυκό | suréquipée | suréquipées |
Επίθετο επεξεργασία
suréquipé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suréquipé | suréquipés |
θηλυκό | suréquipée | suréquipées |
suréquipé (fr)