stuttering
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία enΕπεξεργασία
stuttering (en) < stutter + -ing
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
stuttering (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stuttering (en)
- το τραύλισμα
ΕπίθετοΕπεξεργασία
stuttering (en)
- ο τραυλίζων άνδρας ή γυναίκα ή παιδί