Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λέξη της καθαρεύουσας, αρχαιοπρεπής μετοχή ενεστώτα του ρήματος τραυλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

τραυλίζων αρσενικό, τραυλίζουσα θηλυκό, τραυλίζον ουδέτερο

  1. που τραυλίζει
    ήρθε να μου πει τα δυσάρεστα συγχυσμένος και τραυλίζων (μιλούσε τραυλίζοντας)
    ο τραυλίζων ομιλητής