τραυλίζων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
λέξη της καθαρεύουσας, αρχαιοπρεπής μετοχή ενεστώτα του ρήματος τραυλίζω
Μετοχή επεξεργασία
τραυλίζων αρσενικό, τραυλίζουσα θηλυκό, τραυλίζον ουδέτερο
- που τραυλίζει
- ήρθε να μου πει τα δυσάρεστα συγχυσμένος και τραυλίζων (μιλούσε τραυλίζοντας)
- ο τραυλίζων ομιλητής