τραυλίζουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
τραυλίζουσα θηλυκό της μετοχής της καθαρεύουσας τραυλίζων (πληθ. θηλυκού: τραυλίζουσες)
- που τραυλίζει
- → δείτε τη λέξη τραυλίζων και τραυλίζοντας
τραυλίζουσα θηλυκό της μετοχής της καθαρεύουσας τραυλίζων (πληθ. θηλυκού: τραυλίζουσες)