Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
stockpot
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
stockpot
stockpots
Ουσιαστικό
επεξεργασία
stockpot
(en)
(
κουζινικά
) η
χύτρα
, μεγάλη κατσαρόλα
⮡
Cover the
stockpot
!
Σκέπασε τη
χύτρα
!
Πηγές
επεξεργασία
stockpot
-
Oxford Learner's Dictionaries