Ετυμολογία

επεξεργασία
stadio < λατινική stadium < αρχαία ελληνική στάδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stadio (it)

  1. στάδιο, σύγχρονος αλλά και αρχαίος χώρος που μπορεί να φιλοξενήσει αγώνες, κι επισκέπτες
  2. αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης
  3. το στάδιο σαν βαθμίδα ανάπτυξης ή εκτέλεσης