stéréographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ste.ʁeɔ.ɡʁa.fi/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stéréographique | stéréographiques |
stéréographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
stéréographique | stéréographiques |
stéréographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό