Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

städtisch (de)

  1. σχετικός με την πόλη, αστικός
  2. δημοτικός

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  Stadt