spleen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspleen (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- spleen < αγγλική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spleen | spleens |
spleen (fr) αρσενικό
- η μελαγχολία, η κατάθλιψη
spleen (en)
ενικός | πληθυντικός |
spleen | spleens |
spleen (fr) αρσενικό