sphendone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠαρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsphendone (en)
- {ιστορικό) το αρχαίο ελληνικό γυναικείο περιμετώπιο, η γυναικεία περιμετωπίδα → δείτε τη λέξη σφενδόνη
- (ιστορικό) ημικυκλική/τοξοειδής/σε σχήμα U κατασκευή ή τμήμα κατασκευής (πχ σταδίου)