Ετυμολογία

επεξεργασία
spectable < λατινική spectabilis

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spectable spectables

spectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • (16ο αιώνας) που αξίζει να δει κανείς