ενικός         πληθυντικός  
spandrel spandrels

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspandrɪl/

  Ετυμολογία

επεξεργασία

spandrel < υποκοριστικό του αγγλο-νορμανδικού spaundre: [λείπει η λέξη]
< αβέβαιης προέλευσης, ίσως από το παλαιογαλλικό espandre «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω» < λατινικά: expandō «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω· εξηγώ, αναπτύσσω πλήρως σκέψη»

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

spandrel (en)

  • (το) τρίγωνο, (το) λοφίο *
  • (το) τύμπανο *