spandrel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spandrel | spandrels |
Προφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαspandrel < υποκοριστικό του αγγλο-νορμανδικού spaundre: [λείπει η λέξη]
<
αβέβαιης προέλευσης, ίσως από το παλαιογαλλικό espandre «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω» < λατινικά: expandō «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω· εξηγώ, αναπτύσσω πλήρως σκέψη»
Ουσιαστικό
επεξεργασίαspandrel (en)