Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
souverainiste souverainistes

souverainiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (Κεμπέκ) οπαδός της ανεξαρτησίας του Κεμπέκ

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
souverainiste souverainistes

souverainiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με την ανεξαρτησία του Κεμπέκ