slink
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | slink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slinks |
αόριστος | slunk, slinked, slank |
παθητική μετοχή | slunk, slinked, slank |
ενεργητική μετοχή | slinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαslink (en)
- περνώ κρυφά
ενεστώτας | slink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slinks |
αόριστος | slunk, slinked, slank |
παθητική μετοχή | slunk, slinked, slank |
ενεργητική μετοχή | slinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
slink (en)