Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

skrzydło < πρωτοσλαβική kridlo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskʃɨdwɔ/


  Ουσιαστικό επεξεργασία

skrzydło (pl) ουδέτερο

  1. (για ιπτάμενο ζώο ή αντικείμενο) το φτερό
  2. (για πόρτα) το φύλλο
  3. πτέρυγα

Συγγενικά επεξεργασία