sirloin
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sirloin | sirloins |
Ουσιαστικό επεξεργασία
sirloin (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- κόντρα, βοδινό καλής ποιότητας που κόβεται από την πλάτη μιας αγελάδας
- ↪ a rare sirloin (steak) - κόντρα (φιλέτο) σενιάν