silkworm
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
silkworm | silkworms |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsilkworm (en)
- (εντομολογία) ο μεταξοσκώληκας
- ⮡ silkworms spinning cocoons - μεταξοσκώληκες που υφαίνουν κουκούλι
ενικός | πληθυντικός |
silkworm | silkworms |
silkworm (en)