shrive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | shrive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shrives |
αόριστος | shrived, shrove |
παθητική μετοχή | shrived, shriven |
ενεργητική μετοχή | shriving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαshrive (en)
ενεστώτας | shrive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shrives |
αόριστος | shrived, shrove |
παθητική μετοχή | shrived, shriven |
ενεργητική μετοχή | shriving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shrive (en)